Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

as a choice


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο choice παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: as | a

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
choice n (range of options)επιλογές ουσ θηλ πλ
  ποικιλία ουσ θηλ
 There was a good choice of desserts on the menu.
 Το μενού είχε αρκετές επιλογές σε επιδόρπια.
 Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από επιδόρπια στο μενού.
choice n (act of choosing)επιλογή ουσ θηλ
  το να επιλέγω περίφρ
 Simon regretted his choice of the apple almost as soon as he had made it.
 Ο Σάιμον μετάνιωσε για την επιλογή του μήλου σχεδόν την ίδια στιγμή που την έκανε.
 Ο Σάιμον μετάνιωσε που επέλεξε το μήλο σχεδόν την ίδια στιγμή που το έκανε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
choice adj (quality)εκλεκτός επίθ
  διαλεχτός επίθ
 The choice cuts of meat are always the most expensive.
choice n (thing chosen)επιλογή ουσ θηλ
 The car was her choice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
by choice adv (willingly, of one's free will)από επιλογή επίρ
Σχόλιο: επιρρηματικός προσδιορισμός
 I did not exactly retire by choice.
childfree by choice,
childless by choice,
also UK: child-free by choice
expr
(voluntarily having no children)άτεκνος από επιλογή φρ ως επίθ
  που δεν ήθελε να κάνει παιδιά περίφρ
 Glen and his wife are childless by choice, although they have three dogs.
choice of n ([sth] preferred, chosen by)επιλογή, προτίμηση ουσ θηλ
 Coca-Cola is my choice of soda.
choice of n (opportunity to choose between)δυνατότητα επιλογής έκφρ
 If you arrive early to the registration, you will have your choice of classes for next semester.
choice of n (selection, variety of)ποικιλία ουσ θηλ
 They have such a wide choice of vegetables at this supermarket.
choice of words n (way of saying [sth])λεκτική επιλογή ουσ θηλ
 Mr. Peebles' choice of words while talking to the chairman's wife led to his banishment from the golf club.
first choice n (preferred option)πρώτη επιλογή ουσ θηλ
 Of course, Paris would have been my first choice.
free choice n (unrestricted options)ελεύθερη επιλογή ουσ θηλ
 You can only control your own life by exercising your own free choice.
free choice n ([sth] chosen freely)ελεύθερη επιλογή ουσ θηλ
freedom of choice n (free will)ελευθερία επιλογής φρ ως ουσ θηλ
 Man has freedom of choice as to whether he will follow a path of good or evil.
have no choice v expr (be forced to do [sth])δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή έκφρ
 I had to fire him. I had no choice.
have no choice but to do [sth] v expr (not have alternative)δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ περίφρ
 We have no choice but to think that you acted irresponsibly.
Hobson's choice n figurative (lack of genuine alternative) (μεταφορικά)δίλημμα με μία μόνο επιλογή ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει αντιστοιχία
 Since it's Hobson's choice I suppose I have to agree.
life choice n (decision impacting on lifestyle)στάση ζωής περίφρ
  απόφαση ζωής περίφρ
  επιλογή ζωής περίφρ
 My boyfriend and I have lived together for 20 years, but are not married; it's a life choice.
little choice n (lack of alternatives)πολλές επιλογές περίφρ
  (καθομιλουμέμη)και πολλές επιλογές περίφρ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυστυχώς, τέτοια μέρα τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά και δεν έχουμε πολλές επιλογές.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυστυχώς, τέτοια μέρα τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά και δεν έχουμε και πολλές επιλογές.
make a choice v expr (select from among options)κάνω μια επιλογή έκφρ
  επιλέγω ρ μ
 All three candidates would be suited to this job, but as manager I have to make a choice.
make your choice v expr (decide)διαλέγω, επιλέγω ρ αμ
  κάνω την επιλογή μου περίφρ
 You made your choice; now live with it.
multiple choice n (test: choose right answer)τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής φρ ως ουσ ουδ
  διαγώνισμα με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective that precedes the noun
multiple choice,
multiple-choice
n as adj
(question: with several options)πολλαπλής επιλογής φρ ως επίθ
no choice n (absence of alternative options)καμία εναλλακτική φρ ως ουσ θηλ
  άλλη επιλογή φρ ως ουσ θηλ
 There is no choice; we'll have to do it.
 Δεν έχω καμία εναλλακτική από το να σου ζητήσω να φύγεις.
 Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σου ζητήσω να φύγεις.
of choice adj (preferred)της επιλογής μου περίφρ
 Audrey got into her university of choice.
of your own choice expr (chosen by you alone)της επιλογής μου έκφρ
 You can order your new car in the colour of your own choice.
only choice n (only available option)μόνη επιλογή έκφρ
 There is no public transport round here so my only choice is to go by car.
own choice n (decision made freely)δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
own choice n (individual free will)δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 My parents wanted me to go to law school, but I made my own choice and attended art school instead.
particular choice n ([sth] specifically chosen)συγκεκριμένη επιλογή ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
 I wonder why you made that particular choice over your other options.
personal choice n (free will)προσωπική επιλογή επίθ + ουσ θηλ
  δική μου επιλογή φρ ως ουσ θηλ
 I can't force you to go to university; in the end, it's your own personal choice.
personal choice n ([sth] decided freely)προσωπική επιλογή επίθ + ουσ θηλ
possible choice n (available option)δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή ουσ θηλ
pro-choice adj (abortion: supporting right to choose)υπέρ των αμβλώσεων περίφρ
  υπέρ των εκτρώσεων περίφρ
take your choice v expr (select, choose)διαλέγω, επιλέγω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'as a choice' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση as a choice στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «as a choice».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!